- βαθύλειμος
- βαθύλειμοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαθύλειμος — βαθύλειμος, ον και βαθυλείμων, ον (Α) εκείνος που περιβάλλεται από πλούσια λιβάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + λειμών «λιβάδι»] … Dictionary of Greek
βαθυλείμων — βαθύλειμος masc/fem/neut gen pl βαθύλειμος masc/fem nom/voc sg βαθυλείμων surrounded by rich meadows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύλειμον — βαθύλειμος masc/fem acc sg βαθύλειμος neut nom/voc/acc sg βαθυλείμων surrounded by rich meadows masc/fem voc sg βαθυλείμων surrounded by rich meadows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυλείμονα — βαθύλειμος masc/fem acc sg βαθυλείμων surrounded by rich meadows neut nom/voc/acc pl βαθυλείμων surrounded by rich meadows masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… … Dictionary of Greek